ῥύπων

ῥύπων
ῥύπον
whey
neut gen pl
ῥύπος
dirt
masc gen pl
ῥυπάω
to be filthy
imperf ind act 3rd pl (epic ionic)
ῥυπάω
to be filthy
imperf ind act 1st sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥυπῶν — ῥυπάω to be filthy pres part act masc voc sg ῥυπάω to be filthy pres part act neut nom/voc/acc sg ῥυπάω to be filthy pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ῥυπόω to be filthy pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥυπόω to be filthy pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Rhypes — 38.2197527777782.0301166666667 Koordinaten: 38° 13′ N, 2° 2′ O Rhypes (neugr. Ρύπες) war eine antike griechische Stadt am Golf von Korinth. Die Lokalisierung der antiken Stadt Rhypes gilt noch als unsicher. Wahrscheinlich lag… …   Deutsch Wikipedia

  • поветъшалъ — (1*) пр. Обветшавший, старый: ˫ако се на древѣ написану образу поветшалу. паки понавлѧти мощно. (παραφανισϑείσης ἐκ τῶν ἔξωϑεν ῥύπων) ГБ к. XIV, 20г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TRIBONIUM — Graece Τρίβων et Τριβώνιον, Philosophorum pallium fuit, Lucianus Timone, Ο῾ δὲ Τρίβων οὗτος πορφυρίδος ἀμείνων, Pallium, quâvis purpurâ potius. Cum vero pallium totius gentis Graecorum communis habitus eslet, ii, qui severiorem Philosophiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωσφορικός — ή, ό, Ν χημ. χαρακτηρισμός τών πολυμερών υλικών που προέρχονται από τη συμπύκνωση, μετά από θερμική κατεργασία τους, τών φωσφορικών αλάτων, που έχουν την ικανότητα να προσροφώνται ισχυρά από τα σωματίδια τών ρύπων, τα οποία καθιστούν υδρόφιλα, κι …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՐՈՒԵԱԼ — ( ) NBH 1 0932 Chronological Sequence: Early classical, 5c Իբր Չուառացեալ, որ եւ պ. խար, կամ խօր. թշուառ, անարգ. կամ Աղտեղեալ. ῤυπῶν sordidus. (լծ. թ. քիրլի ). տե՛ս եւ ԽԱՌՈՒԵԱԼ, եւ ԽՌՈՒԵԱԼ. *Աղքատն խարուեալ եւ երիթացեալմատչի առ քեզ. Ոսկ. մ. ՟Ե.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”